- σύμφυρμα
- το, Νμίγμα διαφόρων πραγμάτων, συμπίλημα, συνονθύλευμα, αμάλγαμα («σύμφυρμα ιδεών»).[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύρω «συγχέω, ανακατεύω». Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… … Dictionary of Greek
μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… … Dictionary of Greek
συμπίλημα — το, ΝΜ [συμπιλῶ] καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων νεοελλ. μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα … Dictionary of Greek
συμφυρματικός — ή, ό, Ν [σύμφυρμα, ύρματος] 1. αυτός που προέρχεται από συμφυρμό 2. αυτός που αποτελεί συμφυρμό … Dictionary of Greek
συνονθύλευμα — το, Ν 1. παραγέμισμα 2. σύμφυρμα ανόμοιων και, συχνά, άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων 3. μτφ. σύγγραμμα που αποτελεί συρραφή από διάφορες πηγές, συμπίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνονθυλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
τσορβάς — και τζορβάς, ο, Ν 1. σούπα 2. μτφ. σύμφυρμα, συμπίλημα, συνονθύλευμα 3. φρ. «ο σεβντάς δεν είναι τσορβάς» δηλώνει ότι ο έρωτας έχει δυσκολίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corba] … Dictionary of Greek
Ντιρκέμ, Εμίλ — (Emile Durkheim, Επινάλ 1858 – Παρίσι 1917). Γάλλος κοινωνιολόγος. Υπήρξε ο ιδρυτής της επιθεώρησης L’ Annee sociologique (1896) και δίδαξε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στη Σορβόνη. Το έργο του, μαζί με το έργο του Μαξ Βέμπερ,… … Dictionary of Greek